Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰς χρείας

См. также в других словарях:

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

  • συνερανίζω — Α 1. συνεισφέρω από κοινού με άλλους («τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον», Φιλόδ.) 2. συλλέγω, μαζεύω από πολλές μεριές («τοσοῡτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρανίζω (< ἔρανος)] …   Dictionary of Greek

  • BALEARES — vulgo Maiorque, et Minorque, duae insul. Maris Mediterran. ante Hispan. quarum maior, quae Orientem spectat, longa est 100. mill. pass. circuitu 380. Cuius praecipua oppida olim fuêre Palam, et Pollentia. Minor longa est 60. ambitu 150. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • CORSICA — Insul in mari Ligustico, inter Sardiniam et Italiam sita. A Cyrno, patre Batti, Herculis filio dicta fuit Κύρνος, ut placet Fabio Pictori, cum antea Therapne vocaretur. A Corsica vero muliere, forsan ἀπὸ κόρσης, δούλης βουκόλου dicta, cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οικετικός — οἰκετικός, ή, όν (ΑΜ) [οικέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη τής οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῑν», Ιώσ.) 2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν (με… …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»